- χειλάκι
- το, Ν(υποκορ. τού χείλι) (θωπευτικά) μικρό και τρυφερό χείλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειλάκι — το υποκορ. του χείλι: Έχει κόκκινα χειλάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)